Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΠΟΔΗΛΑΤΟΒΟΛΤΑ ΣΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΔΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ



ου πηγαίνεις με θιάσους Διόνυσε? ...

Στις φυλλωσιές τις σύδεντρες
μες τις φωλιές του Ολύμπου?
Εκεί που τον Ορφέα
δέντρα ακολουθούσανε
και τα άγρια θηρία?

Mακάρια Πιερία!
Σε σεύεται ο Διόνυσος.
Σε σένα έρχεται,
με χορούς και βακχεύματα.

Στις ιερές πλαγιές.
Στον Όλυμπο.
Όμορφη έδρα των Μουσών.
Στη γη της Πιερίας.

Εκεί πάρε με  Βρόμιε!
Βρόμιε!
Εκεί οι Χάριτες.
Εκεί ο Πόθος.
Εκεί το δίκαιο του Βάκχου
οργιάζει.

Ευριπίδης,   Βάκχαι


ην εποχή που ο Ευριπίδης έγραφε τους ωραίους αυτούς στίχους για τον Διόνυσο, τον Ορφέα, τις Μούσες,  την Πιερία και τον Όλυμπο, η οικογένεια της Κομπολογούλας συνέχιζε να φροντίζει  με αφοσίωση και αγάπη τις εγγόνες της.   Εξαιτίας τους  μάλιστα, είχε γίνει από τις πιο πλούσιες οικογένειες του τόπου.
Γιατί, στην ιστορία των  επώνυμων κρασιών της Ευρώπης, τα βορειοελλαδίτικα ήταν τα παλιότερα και τα ακριβότερα.



Λίγο αργότερα, στα χρόνια  του Φιλίππου, οι εγγόνες της Κομπολογούλας ξεκινούσαν από  τα Λείβηθρα και τη σπηλιά του Ορφέα στον Όλυμπο, και έφταναν μέχρι το Ηράκλειο, το Κομπολόι, και τη  θάλασσα.    
Η   αμπελοκαλλιέργεια λοιπόν και η οινοποιία απαιτούσαν μεγάλη φροντίδα από την  ανθρώπινη  οικογένεια της Κομπολογούλας, ολόκληρη τη διάρκεια του χρόνου. 
Ο κ. Αλκέτας, αρχηγός της φαμίλιας εκείνη την εποχή, έκρινε τότε ότι είχε γίνει  απαραίτητο στο Κομπολόι  ένα εκσυγχρονισμένο  οινοποιίο καθώς  και ένα μεγάλο αγροτόσπιτο  για τις ανάγκες της οικογένειας.  
Η  ασφάλεια που  είχε εξασφαλίσει για την ύπαιθρο ο πατέρας του Αλέξανδρου, επέτρεπε στους μεγαλογαιοκτήμονες τις  τολμηρές  περιπέτειες έξω από τα τείχη των πόλεων.  





ο σπίτι που ονειρευόταν ο κ. Αλκέτας έπρεπε να είναι μεγάλο και άνετο για να εξυπηρετεί τις  δικές του ανάγκες,  τις ανάγκες της  γυναίκας του  κ. Καλλιόπης, του γιου τους Ορφώνδα,  και των θυγατέρων τους, Αριάδνης, Ευριδίκης, Φίλας  και Κλεοπάτρας.  

Αλλά και  του βοηθητικού προσωπικού, που κανείς τους δεν το  ξεχώριζε από τα  υπόλοιπα  μέλη της οικογένειας. 



Γιατί, ακόμη και την  παράξενη  Μοθωνία έβλεπε  ως κόρη του  ο κ. Αλκέτας. 

Τη Μαυροθαλασσίτισα σκλάβα, που ήταν βουβή και  μιλούσε μόνο με τα άλογα, τα αμπέλια και τα πουλιά.
Την είχε αγοράσει κοριτσάκι στη Λάρισα και τη συμπαθούσε ιδιαίτερα επειδή οι φήμες έλεγαν ότι  οι προπάπποι της  κατάγονταν από τους  Αργοναύτες.
Αυτή η συμπάθεια και ο μοναχικός της χαρακτήρας έκαναν το υπόλοιπο προσωπικό να υποδεχθεί με μισό μάτι τη Μοθωνία.
Δυσκολευόταν βλέπετε να την καταλάβει,  τη φοβόταν  μάλιστα και λιγάκι.
 

 




«Αλαζονική» την  είχαν πει κάποιοι  που βοηθούσαν  στις καθημερινές δουλειές του  σπιτιού, ακόμη και «πουλημένη», κάποτε μάλιστα και  με ανώνυμα  γράμματα.. 

Όμως  με αγάπη και με κατανόηση για όλους,  με  υπομονή και με επιμονή, ο άρχοντας  του Κομπολογιού κατάφερε στο τέλος να επιβάλει τον σεβασμό, ακόμη και την αγάπη  για το φοβισμένο και ξεριζωμένο κοριτσάκι  του Πόντου.
Ήταν  ευαίσθητος βλέπετε για όποιον και για ότι ερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα  ο κ. Αλκέτας.  Επειδή και ο δικός του πρόγονος, ο Ορφέας, ήταν ο εκπρόσωπος της Πιερία στη Μαύρη Θάλασσα και την Αργοναυτική Εκστρατεία, την πρώτη μεγάλη και  πανελλήνια Εκστρατεία της  ιστορίας.
Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί τότε ότι ο γιός του θα απελευθέρωνε κάποτε την όμορφη Μοθωνία, θα της επέστρεφε  το  πραγματικό της όνομα, και θα την έκανε πολυαγαπημένη του γυναίκα και μητέρα των παιδιών του.

Μέχρι τότε, η Μοθωνία φρόντιζε την κ. Καλλιόπη, τα πολεμικά άλογα  του κ. Αλκέτα, και ξόρκιζε       από το κακκό  μάτι τα αμπέλια.

 Τις υπόλοιπες ώρες έπαιζε βουβά με τις θυγατέρες της  οικογένειας  και τραγούδαγε  με τα μάτια όταν έβλεπε τον  Ορφώνδα.
 
Η  Αργοναυτική Εκστρατεία  [Κατά  τον Ι.Θ.Κακριδή, 
Βλ.  Ελληνική Μυθολογία 4,  Εκδοτική Αθηνών 1986, 185].
Πριν από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου, οι  ήρωες της Εποχής του Χαλκού  μπαρκάρησαν στην Αργώ  και με  αρχηγό τον Ιάσονα από την Ιωλκό διέσχισαν το Αιγαίο,  τα στενά της Κωνσταντινούπολης, τη Μαύρη θάλασσα  και έφτασαν στην Κολχίδα (σημερινή Γεωργία) για να  πάρουν  το Χρυσόμαλο Δέρας.   
Το ταξίδι της επιστροφής φαίνεται ότι ήταν μακρύτερο.   
Η Πιερία εκπροσωπήθηκε από τον Ορφέα, που έδινε τον ρυθμό της κωπηλασίας και βοηθούσε τους Αργοναύτες να ξεφεύγουν από ποικίλους  κινδύνους.  Αναφέρεται μάλιστα και ένα από τα είδη της μουσικής που καλλιέργησε: ο  βηταρμός [κατά τους αρχαίους σχολιαστές η  purrίch Ôrchsiς].
Ώρες πολλές συζητούσε η οικογένεια για το καινούριο αγροτόσπιτο, για την θέση του κοντά στον αμπελώνα, για το σχέδιο και για το συνεργείο, για τις προμήθειες και για πολλές ακόμη λεπτομέρειες.  Όμως, τα μεγαλύτερα  προβλήματα αφορούσαν τον πιθεώνα.





Πιθεών  ήταν  το όνομα του οινοποιίου.  Είχε αυτό το όνομα επειδή   η καρδιά του χτυπούσε μέσα στούς πίθους, τα μεγάλα πήλινα δοχεία όπου  το γλεύκος, δηλαδή ο μούστος,  γινόταν  οίνος, δηλαδή κρασί. 
Σε ένα τέτοιο μεγάλο πιθάρι είχε  κρυφτεί από τον φόβο του ο Ευρυσθέας,  όταν ο Ηρακλής του έφερε τον επικίνδυνο κάπρο. 
Σε ένα τέτοιο πιθάρι κατοικούσε και ο φιλόσοφος Διογένης όταν τον επισκέφθηκε ο Αλέξανδρος.




Ο κ. Αλκέτας γνώριζε [ως  παλιός οινοπαραγωγός]  ότι  ο καινούριος  πιθεώνας   έπρεπε να είναι αστραφτερά καθαρός και άοσμος γιατί το κρασί ήταν  πολύ ευαίσθητο  στις μυρωδιές. 
Έτσι, αφού επέλεξε  το οικόπεδο, και πριν  αρχίσουν οι οικοδομικές εργασίες  εξαφάνισε   από την περιοχή οτιδήποτε είχε έντονη μυρωδιά:  τις  κοπριές, τα δέρματα, τα τυριά,  τα σκόρδα, τα  βρώμικα σκεύη, τους λάκκους σκουπιδιών,  τους στάβλους, τους βόθρους,  τα  αποχωρητήρια, τους  αχυρώνες, και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να επηρεάσει δυσάρεστα το κρασί. 
Έκοψε τέλος τις  συκιές, τις αγριοσυκιές και τις ροδιές  που φύτρωναν τριγύρω, γιατί  φοβήθηκε μήπως  η  μυρωδιά των ριζών φτάσει ως τα  πιθάρια με το κρασί. 
Πεντακάθαρο λοιπόν το οικόπεδο ήταν πανέτοιμο για την ανέγερση του καινούριου οινοποιείου.
Το πρώτο άξιο συνεργείο κατέφθασε από την απέναντι παραλία της Χαλκιδικής, το δεύτερο από την Κρήτη και το τρίτο από την Θράκη. 
Με αρχιτεχνίτη  τον κ. Οινοπίωνα από τη Χίο, κατασκεύασαν  πρώτα από όλα τα  πιθάρια. 
Ήταν τόσο μεγάλα που έπρεπε να τοποθετηθούν πριν στεγασθεί το κτίριο, αφού αργότερα θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν από τις πόρτες.  Το τελευταίο  συνεργείο ήλθε από την Άνω [τη Δυτική] Μακεδονία. 
Όλοι μαζί κατασκεύασαν τον πιθεώνα και το μεγάλο αγροτόσπιτο της οικογένειας.   
Ο κ. Αλκέτας συνήθιζε να παρομοιάζει τα κρασιά με την φλόγα.   «Αν είναι δυνατή», έλεγε,  «γίνεται ισχυρότερη με τον αέρα.  Σβήνει όμως αν είναι αδύνατη».









Έτσι, τα πιθάρια για τα  πιο αδύναμα κρασιά τα έβαλε  εντελώς θαμμένα στο έδαφος μέσα στον πιθεώνα,  μακριά από κάθε επαφή με την ατμόσφαιρα.  Τα  πιθάρια για τα δυνατότερα κρασιά  τα έθαψε  λίγο ψηλότερα.  Όμως τα πιθάρια για πολύ ισχυρά κρασιά  τα άφησε όρθια πάνω σε βάσεις στα δάπεδα του  πιθεώνα και  στους  ημιυπαίθριους  υπόστεγους  χώρους του.  Την απαραίτητη οικοσκευή και τα έπιπλα, τα παρήγγειλε  σε διάφορους φίλους του σε   μεγάλες πόλεις της  Ελλάδας.










άποτε, οι κατασκευαστικές εργασίες τελείωσαν.
Το καινούριο οινοποιό και το μεγάλο αγροτόσπιτο  ήταν πια γεγονός.
Στην  ατμόσφαιρα του Ολύμπου είχε αρχίσει  να μυρίζει η άνοιξη.  Πλησίαζαν  οι μεγάλες γιορτές του Διόνυσου.
Ο κ. Αλκέτας έστρεψε τα μάτια του στον Όλυμπο και τον Διόνυσο, ύστερα στα Λείβηθρα και τον Ορφέα, τέλος στην θάλασσα και τη Θέτιδα.
Είπε μία σιωπηλή ευχή για τα αμπέλια και την οικογένεια, θυμήθηκε τους προγόνους του και την Κομπολογούλα, και, χωρίς να το θέλει, τα μάτια του γέμισαν κρυφά με δάκρυα. Αμέσως μετά έδωσε  τις απαραίτητες εντολές για τα εγκαίνια.  

 








Από τις προηγούμενες γιορτές του Διόνυσου, οι γυναίκες του σπιτιού, οι καλλιεργητές της γης, οι βοσκοί, αλλά και οι ψαράδες του  κ. Αλκέτα, προετοιμάζονταν από τον Όλυμπο μέχρι την θάλασσα για το μεγάλο πανηγύρι των εγκαινίων.

Όμως  τις τελευταίες αυτές μέρες, στις προετοιμασίες πήραν μέρος όλα τα  συγγενικά του σπίτια, όχι μόνο από τα Λείβηθρα, αλλά και από το Ηράκλειο,  τη Φίλα, το Δίον και ολόκληρο τον μακεδονικό και τον θεσσαλικό Όλυμπο μέχρι τη λευκή  Ελασσόνα.  




Οι  άνδρες  της οικογένειας ανέλαβαν να ετοιμάσουν τα κρέατα, τα ψάρια  και  τα ποτά. 
Οι  γυναίκες ασχολήθηκαν με τα ζυμωτά, τα φουρνηστά, τα μαγειρευτά και τα γλυκά.
Οι νεαροί ανέλαβαν το κυνήγι.









Τόσο μεγάλες ήταν οι προετοιμασίες,  που άνθρωποι, περιβάλλον  και  ζωντανά  βαριαναστέναξαν με κόπο εκείνες τις ημέρες.
Ακόμη και ο μέγας Όλυμπο, ο ασάλευτος παρατηρητής όλων των γεγονότων, κούνησε το κεφάλι του αυστηρά και διαμαρτυρήθηκε στον πατέρα των θεών για την παρέα των κυνηγών που τάραξαν την ισορροπία στα δάση του: για τον Ορφώνδα από τα Λείβηθρα,  τον  Αλέξανδρο από την Πέλλα,  για τον  Επαμεινώνδα από  το Ηράκλειο και για όλους τους υπόλοιπους νέους της  μακεδονικής και της θεσσαλικής αριστοκρατίας  από τη Λάρισα μέχρι την Πέλλα. 
 Ήταν  οι πρώτοι κυνηγοί σε όλη την  ελληνική επικράτεια και  εκπαιδεύονταν να γίνουν πρώτοι πολεμιστές σε όλη την οικουμένη.
Οι μακεδόνες νεαροί είχαν επιπλέον λόγους να κυνηγούν στα δάση.  Σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε «τον κάπρο να σκοτώσουν έξω από τα δίχτυα», αλλιώς   «θα έμεναν  στα δείπνα καθιστοί και όχι ξαπλωμένοι».  
Δεν σταμάτησαν λοιπόν να κυνηγούν με πάθος στον Όλυμπο μέχρι που ο ίδιος ο Δίας αναγκάστηκε να στείλει το απαγορευτικό του σημάδι: έναν προειδοποιητικό κεραυνό στο κυνηγετικό καταφύγιο..
Την παραμονή, η οικογένεια   παρέλαβε  τα έπιπλα  και την οικοσκευή του καινούριου σπιτιού και  έκανε τις τελικές προετοιμασίες  για τη μεγάλη  μέρα.  Πεντακάθαροι και εξαγνισμένοι, συγκεντρώθηκαν αποβραδύς στο σπίτι των Λειβήθρων και αποκοιμήθηκαν ήρεμα μέχρι την επόμενη μέρα.


Μόνο η κ. Καλλιόπη και η πιστή Μοθωνία ξενύχτησαν σιωπηλές στον γυναικωνίτη.  
Οι προσευχές τους και τα οράματα αφορούσαν το μέλλον.  
Οι  σκέψεις τους  όμως έτρεχαν με ευγνωμοσύνη και  στο παρελθόν, στους προγόνους  της  οικογένειας.  
Γιατί, η ιστορία από την εποχή που οι γυναίκες  μάζευαν τα άγρια σταφυλάκια στο δάσος   μέχρι τις μέρες τους, είχε φτάσει από στόμα σε στόμα σαν παραμύθι.
Τα ξημερώματα στολίστηκαν,  όπως  όταν πήγαιναν σε γάμο, και έτρεξαν  να συναντήσουν  την οικογένεια.  
Η  πανηγυρική πομπή είχε ήδη ετοιμαστεί για να κατέβει  στο Κομπολόι.

Στο μεταξύ, οι κάτοικοι από  τις γύρω πόλεις, δηλαδή τα Λείβηθρα, το Ηράκλειο, τη Φίλα, τη Πίμπλεια, το Μούσειον και το Δίον, είχαν κατεβεί στο Κομπολόι για να θαυμάσουν τη βίλλα και το οινοποιίο, και για να πάρουν μέρος στη γιορτή.

Όταν ο κ. Αλκέτας και η οικογένεια του έφθασαν στο κτήμα  και άρχισε η τελετή, φίλησαν στην αρχή με ευγνωμοσύνη  ένα πέτρινο μαχαιράκι  που φύλαγαν στο εικονοστάσι και  χρησιμοποιούσαν «τιμής ένεκεν» μόνο στην αρχή του τρύγου.  Ήταν το μαχαιράκι που είχε σκάψει κάποτε την ρίζα της Κομπολογούλας όταν την μετέφεραν από τα Λείβηθρα στο Κομπολόι.
     
Στη συνέχεια, προσευχήθηκαν και θυσίασαν στον Διόνυσο.   Προσευχήθηκαν επίσης και θυσίασαν στον Ορφέα, που τον λάτρευαν όπως τους θεούς.  
Δεν θυσίασαν  ζώο αλλά κρασάκι Κομπολογούλας, επειδή ήξεραν  ότι ο αγαπημένος τους πρόγονος αντιπαθούσε τα φονικά των ζώων και την  κρεωφαγία.   Αμέσως μετά, ο  κ. Αλκέτας άνοιξε τα πιθάρια με το καινούριο κρασί και το μοίρασε στους καλεσμένους του.  
Ακολούθησε μεγάλη γιορτή με πλούσια τραπέζια για τους ζωντανούς, κόλλυβα για τους πεθαμένους   και  γλέντι ανεπανάληπτο με  μουσική, τραγούδια, χορούς, τα «εξ αμάξης» χωρατά [τα τολμηρά δηλαδή πειράγματα από τα αγροτικά τους κάρα] και  τον γάμο, μια  μίμηση γάμου όπως ο  Βλάχικος  των  Απόκρεω.  Τρεις μέρες κράτησε  το πανηγύρι και τρία χρόνια συζητιόταν τα πλουσιοπάροχα γεύματα και οι κρασοκατανύξεις που είχε προσφέρει στους επισκέπτες του  ο κ. Αλκέτας. 

Αργά το βράδυ της τρίτης μέρας, οι καλεσμένοι, σχεδόν όλοι μεθυσμένοι, πήραν τον δρόμο του γυρισμού.  Μόνο τρία αδέλφια δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, γιατί ήταν αδύνατον να βρουν   τον κ. Γεροντάρπαγο, τον πατέρα τους.   Ο κ. Γεροντάρπαγος ήταν ένας  τρεχέδειπνος και παράσιτος γέρος που έτρεχε σε όλα τα δείπνα απρόσκλητος. 

Για να φουσκώσει την κοιλιά του με κρασί  και τους άλλους με λογοδιάρροια, για να γλύψει τελευταίος τα πιάτα και για να βουτήξει στα κρυφά κανένα ασημένιο ποτήρι. 

Τα ξημερώματα της τέταρτης μέρας, τον ανακάλυψε  η Μοθωνία  στο υπόγειο του καινούριου σπιτιού.   Άδειαζε   στο αχόρταγο στομάχι του με αγαλλίαση τα  πιθαράκια όπου παλαίωνε το κρασί για  τους γάμους του κ. Ορφώνδα.

Αχ, Ορφώνδα!…φώναξε τότε η Μοθωνία. 

Και ήταν η πρώτη φορά που μίλησε από την ημέρα που πάτησε το πόδι της   στην Ελλάδα.



Είδαν και έπαθαν τα παιδιά  του κ. Γεροντάρπαγου να τον απομακρύνουν από το υπόγειο.
Ο κ. Αλκέτας θύμωσε πολύ και  ετοιμάστηκε  να τον σπάσει στο ξύλο. 
Όμως τον σταμάτησε ο κ. Ορφώνδας.  Αισθανόταν σα να χρωστούσε χάρη σε εκείνον τον άσχημο γέρο κλέφτη.  Γιατί  εκείνο το  "Αχ…… " της Μοθωνίας,  του είχε πληγώσει την  καρδιά  για  πάντα.
Η οικογένεια στρώθηκε στην δουλειά από την επόμενη κιόλας μέρα. 
Γιατί, όπως έλεγε  η παράδοση, η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποιία  είναι από τις δουλειές που δεν συγχωρούν την τεμπελιά, ούτε την αδιαφορία.
 
Μέχρι τον επόμενο τρύγο, η Μοθωνία είχε παντρευτεί  τον Ορφώνδα. 



Εκείνη την ημέρα, οι γλάροι από τη θάλασσα και τα γεράκια από το βουνό έστησαν γλέντι  τρικούβερτο πάνω από το Κομπολόι.  
Ο Πήγασος  χλιμίντρισε χαρούμενα και πέταξε προς  τη Μαύρη Θάλασσα,   ενώ  ο Αργοναύτης  από  τα Λείβηθρα χαμογέλασε  ικανοποιημένος, και τραγούδησε στην Κομπολογούλα το αγαπημένο της τραγούδι. 
Γιατί οι κλάδοι των απογόνων του είχαν συναντηθεί και πάλι…
Tα χρόνια πέρασαν σα  να 'ταν  σε κινηματογραφική  ταινία...  Είδαν τον κ. Αλκέτα να πηγαίνει κοντά στην Κομπολογούλα και  τους  αγαπημένους  του   προγόνους,  τον Ορφώνδα και τον Επαμεινώνδα να ακολουθούν τον  φίλο τους, τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο,  στην Ανατολή. 
Είδαν τον πρόωρο θάνατο του βασιλιά στην Ασία,  και τον  ελληνισμό να απλώνει στην Ανατολή τις ρίζες που δίνουν καρπούς μέχρι σήμερα. 
Είδαν τέλος τον κ. Αλκέτα τον νεώτερο,  γιο του Ορφώνδα  και της Μοθωνίας [που τώρα λεγόταν Σεμέλη] να παντρεύεται την Ευρυδίκη,  κόρη του Επαμεινώνδα και της Φίλας.  
Οι γενιές άρχισαν να διαδέχονται  η μία την άλλη…
Όμως  για τη μητρόπολη του Ελληνισμού, τη Μακεδονία, τα χρόνια  μετά τον Αλέξανδρο ήταν δύσκολα. 
Ταραχές, εμφύλιοι πόλεμοι και επιδρομές  είχαν κακές συνέπειες στα κτίρια και τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν  έξω από τα  κάστρα των πόλεων.  Ανάμεσα  στα πρώτα τους θύματα ήταν και το Κομπολόι. 






Τραυματισμένο αλλά ακόμη ζωντανό,  επισκευάστηκε και συνέχισε να λειτουργεί.  Μέχρι την εποχή που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Μακεδονία.  
Τότε εγκαταλείφθηκε και άρχισε  σιγά-σιγά να θάβεται μέσα στα ίδια του τα ερείπια.  Οι  πλημμύρες  που έρχονταν από    τον Όλυμπο συμπλήρωσαν την καταστροφή.... 
Λίγο αργότερα, ύστερα από έναν μεγάλο σεισμό και  μεγάλες πλημμύρες,   εγκαταλείφθηκαν και τα Λείβηθρα.  Οι κάτοικοι μετακόμισαν στο Δίον,  όπου οι κατακτητές εγκατέστησαν  μια πλούσια ρωμαϊκή αποικία. 
Η πατρίδα της Κομπολογούλας ερήμωσε. 
Τα δάση άρχισαν και πάλι να ξαπλώνονται, οι αμπελώνες να γεμίζουν  αγριόχορτα και τα αμπέλια να ξαναγίνονται αγριάμπελα που σκαρφάλωναν πάνω στα δέντρα για να αντικρύσουν τον ήλιο.
Μονάχα ένας  μικρός αμπελώνας  κοντά στα Λείβηθρα  συνέχισε να ζει γιατί ο  δισέγγονος του κ. Ορφώνδα ερχόταν για να τον καλλιεργήσει από το Δίον, όπου είχε μετακομίσει μαζί με τα ιερά λείψανα του Ορφέα.
Βλέπετε,  το θεωρούσε μεγάλη γρουσουζιά να εγκαταλείψει την πανάρχαια παράδοση της οικογένειας. Ετσι, η γενιά της Κομπολογούλας έζησε  πολλά-πολλά χρόνια μετά την καταστροφή του  οινοποίου του  κ. Αλκέτα.  Συνέχισε μάλιστα να ζει και μετά την γέννηση του Χριστού  μας,  χάρη στην οικογένεια της Κομπολογούλας αλλά  και χάρη στα χριστιανικά μοναστήρια,  που  με αφοσίωση επέμεναν να καλλιεργούν αμπέλους και να παράγουν κρασί.




Τα ορφικά αμπέλια  κατάφεραν να επιβιώσουν  κοντά στα μοναστήρια του Ολύμπου μέχρι τον 20ο αιώνα.
Τότε, μια βαριά αρρώστια   [που ποτέ δεν είχαν δει τα αμπέλια από τότε που ζούσαν στα δάση]   έφτασε στην Ελλάδα από την Ευρώπη. 
Την έλεγαν φυλλοξήρα  και κυριολεκτικά εξολόθρευσε τη γενιά της Κομπολογούλας.  Εμειναν ελάχιστα τρισέγγονα  ανάμεσα σε  ξένα αμπέλια  που έφεραν οι  άνθρωποι από μακριά, κυρίως από την πατρίδα της  Μοθωνίας.   Ομως  η φυλλοξήρα  δεν ήταν η τελευταία συμφορά για την γενιά της Κομπολογούλας.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ακολούθησε η καλλιέργεια του καπνού,  που έκανε τους ανθρώπους να ξεριζώσουν τα αμπέλια και [σαν να μήν έφτανε αυτό]   ο τουρισμός που έκανε τους αμπελώνες οικόπεδα! 
Αγνωστο αν σε κάποια γωνιά του Ολύμπου κατέφυγε κανένα τρισέγγονο της Κομπολογούλας για προστασία.   Γεγονός είναι ότι, στις μέρες μας, τίποτε στο Κομπολόι δεν θύμιζε την διονυσιακή περιπέτεια της  περιοχής.
Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα μΧ. 
Γιατί τότε,κατέφθασε  και εδώ ο  εκσυγχρονισμός των εθνικών  δρόμων και των σιδηροδρόμων.
Είχε φτάσει επί τέλους η ώρα για να ξανάλθουν στο φως το αγαπημένο σπίτι και το οινοποιείο του κ. Αλκέτα.




Έχει γραφεί από Έφη Πουλάκη - Παντερμαλή  

28 - 08 - 2007